- οαριστύς
- ὀαριστύς, -ύος, ἡ (Α)1. σχέση οικειότητας, φιλική συναναστροφή2. συμμετοχή σε κάτι («ἡ γὰρ πολέμου ὀαριστύς» — η συμμετοχή και η αριστεία στον πόλεμο, Ομ. Ιλ.)3. ως κύριο όν. τίτλος τού 27ου ειδυλλίου τού Θεοκρίτου4. φρ. «προμάχων ὀαριοτύς» — η συμπεριφορά τών πρωταγωνιστών κατά τη μάχη, η αρετή τών πολεμιστών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀαρίζω + επίθημα -τύς (πρβλ. ακοντισ-τύς, ξιφισ-τύς)].
Dictionary of Greek. 2013.